προεκπιπτω

προεκπιπτω
    προεκπίπτω
    προ-εκπίπτω
    приходиться или случаться раньше
    

π. εἰς γένεσιν Plut. — возникать раньше;

    τί τινος προεκπίπτει Arst., Plut. что-л. — предшествует чему-л.;
    φήμη προεκπεσοῦσα Plut. — опередивший (события) слух


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προεκπιπτω" в других словарях:

  • προεκπίπτω — Α 1. προηγούμαι, προπορεύομαι 2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.) 3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο 4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • προέκπτωση — η / προέκπτωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. η πώληση προϊόντων σε μειωμένη τιμή πριν από τη συνήθη περίοδο εκπτώσεων αρχ. η υπέρβαση τών ορίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεκπίπτω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. < προ * + έκπτωση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»